Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Εξώφυλλο βιβλίου Ο νοικάρης
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 14/06/2023

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ !


Ο νοικάρης


  • ΕΚΔΟΤΗΣ: Ανεμολόγιο
  • ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ: Κυκλοφορεί
  • ΗΜ. ΕΚΔΟΣΗΣ: 14/06/2023
  • ΗΜ. 1ΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 14/06/2023
  • ΠΕΡΙΟΧΗ: Αθήνα
  • ISBN: 978-618-5742-06-5
  • ΤΙΜΗ 12.00€
  • ΓΛΩΣΣΑ: Ελληνικά
  • ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Ελληνικά
  • ΣΕΙΡΑ: Μυθιστόρημα 
  • ΤΥΠΟΣ: Βιβλίο
  • ΔΕΣΙΜΟ: Μαλακό Εξώφυλλο
  • ΣΕΛΙΔΕΣ: 112
  • ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (CM): 21x14
Ο Αντώνης Νικολάου, κάτοικος Αθηνών, διορίζεται δάσκαλος σ’ ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Κρήτης το 2012. Αποζητά την απομόνωση του τόπου, όντας κυνηγημένος από προσωπικούς, και όχι μόνο, δαίμονες. Εκεί διαμένει σ’ ένα δωμάτιο στην αυλή της κυρίας Τασίας, μιας σκληροτράχηλης ηλικιωμένης γυναίκας η οποία δεν συμβιβάζεται με τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας και υπακούει μόνον στους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες ηθικής. Μέσα από την αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο αυτών κόσμων ξετυλίγονται σταδιακά οι ιστορίες των ηρώων και έρχεται στο φως ένα μεγάλο μυστικό. 
Ένα γλυκόπικρο βιβλίο για τον θάνατο, τη βία, τον αλκοολισμό και τους νοσηρούς κοινωνικούς θεσμούς που δυστυχώς διαιωνίζονται.
Πηγή: biblionet.gr


"Η άσεμνη φύση αυτού του κόσμου"

                                             Η άσεμνη φύση αυτού του κόσμου.

                                                                   Ιερωνυμάκη Κλειώ


Νεκρά τα πέταλα

που είν’ μπλεγμένα στα μαλλιά σου
αντανακλούν με λύσσα 

τη βουή του φθινοπώρου.

Τι ’ταν αυτό που τα ’ριξε απ’ τα κλαδιά σου; 
Η δίνη του αέρα ή το χέρι του διαβόλου; 
 
Ακούω τραγούδι μα ακούγεται σαν κούφιο
μπλέκεται με το θρόισμα των φύλλων στον βοριά 
κάθε που κοιτάω το Θεό, σιωπώ πικρά

ανίκανος να μαρτυρήσω την ανημποριά

τώρα μιλώ μα ποτέ δεν θ’ ακουστεί χροιά

σαν βότσαλο καρφώνεται βαθιά μες στην καρδιά.
Το αγιόκλημα αφημένο στο χορτάρι 
σκορπά ευωδία σαν σπαράζει η ψυχή 
ποιος ξέρει άραγε τι αναζητούσε

ή δεν είχει καν τις ρίζες του εκεί; 
 
Οι στάλες της βροχής ουρλιάζουν τραγωδία. 
Βρέξε, δεν έχει παράδεισο στη γη.
Άσεμνη η φύση αυτού του κόσμου
συγχώρα τον τον άδολο

πρέπει κάπως να τραφεί

ό,τι περισσεύει λίγο πάνω από το χώμα 
αθώα, ο φτωχός, προς βρώσιν θα το δει. 
Κρύψου, λοιπόν, με τα πουλιά όσο είν’ ώρα. 
 
Τα παιδιά γυμνά ματώνουν τους τοίχους, 
για χρώμα έχουν φωτιά, 
για λάθος τη φοβέρα, 
σαν μνημόσυνο μου φάνηκε η μέρα 
όταν ξημέρωσε και ήταν Κυριακή.
Μαύρα σημάδια πάνω σε τοίχο
σκαμμένα θαρρείς με σουγιά

ακόμα στάζει μέχρι κάτω αίμα

αν παρατηρήσεις βγαίνει απ’ τη ματιά. 
Γιάνε τα μάτια και προσευχή σου 
το λευκό περιστέρι είναι κει ψηλά. 
 
Γυρνά σκυμμένος ο καιρός να μας κολάσει

η χειμωνιά νικάει όσα οι θύμησες κρατήσαν. 
Καλπάζει ο βοριάς γερά κλαδιά για να ξεσκίσει 
τα φύλλα που μάταια χορεύαν και σαπίσαν.

Μα η μελωδία μέσα μας ποτέ δεν θα σιγήσει…


Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Λογοτεχνική δημιουργία

"Η καρδιά του πρόσφυγα"

                                    Η καρδιά του πρόσφυγα.

Ιερωνυμάκη Κλειώ


     Ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στις σκηνές και πότε πότε μια δυσωδία έφτανε ως τη μύτη του. Από κάπου θα ΄χε λυθεί πάλι το σκοινί γιατί το πανί χτυπιόταν μανιασμένο στο στειλιάρι. Έμοιαζε με την τιμωρία ενός δασκάλου, που ξεσπά, λυσσασμένα, επάνω στου θρασύ μαθητή την παλάμη. Έτσι τον έτσουζε και αυτόν το κόψιμο ψηλά στον μηρό του, μα, αυτό της καρδιάς του ήταν βαθύτερο. Είχε τσακιστεί έτσι όπως έτρεχε να προλάβει το κάδρο της μακαρίτισσας της μάνας του, της κυρά Λένης. 

 

    Την είχε βάλει, όπως όπως, τελευταία στιγμή στο κάρο. Ίσα να 'χει τα χέρια του λεύτερα αν χρειαζόταν. Ποιος ήξερε τι θα χρειαζόταν, σάμπως τα 'χαν ξαναζήσει αυτά; «Όποιος δεν φύγει θα τον σφάξουν», ηχούσε η φράση από τα στόματα των ανθρώπων, σαν βούισμα μέλισσας, να προλάβει να ειδοποιηθεί όλο το μελίσσι. Μα, δεν πρόλαβε. Οι φωτιές κρύβαν το μπλε τ' ουρανού. Καπνοί μαύροι μέχρι απάνω. Κόσμος μιλιούνια, φωνές, πραμάτειες,  μοιρολόγια, παιδιά. Τα άμοιρα. 

    Όλα τα ΄χε αποβάλει από τις σκέψεις του, ακόμα και τους σκοτωμένους. Γύρναγε το βλέμμα και έκανε πως δεν είδε, μα τα μάτια των παιδιών τον έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Σαν να άφησαν σφραγίδα στην ψυχή του και το στάμπο δεν γιατρεύεται. Όποτε κλείνει τα μάτια του, τα δικά τους είναι εκεί. Αυτά και η μάνα του καθώς έπεφτε από το κάρο του Μιχάλη του γείτονά του, όπως τρέκλιζε με τα παραχωμένα υπάρχοντα κάμποσων οικογενειών· μαζί και τα δικά του. «Μη βάζετε άλλα, ρε παιδιά, θα κόψει στα δυο ο άξονας», μουρμούριζε όλη την ώρα ο Μιχάλης, όμως η καρδιά του δεν το ΄κανε να αρνηθεί και όλο και το φόρτωναν, ώσπου, τελευταία πια, ανέβηκε και η μακαρίτισσα. Ήταν εκεί και τον κοιτούσε, καθώς ακολουθούσε το κάρο σιωπηλά μαζί με τους υπόλοιπους γείτονες. Σάμπως της κάνανε την επικήδειο ακολουθία δεύτερη φορά. Όμως αυτήν τη φορά, μαζί της θάβανε το βιος και τις ζωές τους. Μάλλον αυτά σκεφτόταν και ο έρμος ο Μιχάλης γιατί δεν είδε τη λακκούβα. Έπεσε κει μέσα το κάρο, τσακίστηκε ο τροχός και ξάφνου, η κυρά Λένη βρέθηκε να πετά στον αέρα ελεύθερη από τα πρόχειρα δεσμά της. Έτρεξε ο γιος να την προλάβει και σωριάστηκε πάνω σε μια στοίβα από σίδερα. Σε χίλια κομμάτια έσπασε το τζάμι της κορνίζας, σε δυο χιλιάδες αυτό της καρδιάς του σαν την είδε, για δεύτερη φορά στη ζωή του, να γίνεται ένα με το χώμα. 

 

    Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα, ο ήλιος απαλός σαν χάδι έλουζε με φως και δόξα το μάρμαρο. Αλίμονο, όταν μελετούσε να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στη σχολή Γεωπονικής και Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ιωνίας  δεν φανταζόταν έτσι την πρώτη του επαφή με το μεγαλύτερο επίτευγμα των Ελλήνων. Μέρες τώρα το σκεφτόταν και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να ρουφήξει όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από αυτόν τον ιερό βράχο. Ποτέ ξανά δεν θα του δινόταν η ευκαιρία να τον θαυμάσει σε όλες τις εναλλαγές του φωτός. Η σύλληψη της έντασης των κιόνων και η χρήση της λάμψης του ηλίου για να εξυψωθεί τόσο ένας ναός, ώστε να φτάσει τα θεία, έμοιαζε με τέχνασμα αλχημιστών. Πόσο σπουδαίο αίμα κυλούσε στις φλέβες του! Αυτές ήταν οι σκέψεις του, σαν ξάπλωνε κατάχαμα και έπαιρνε κουράγιο. 

    

    Όσο ήπιος και να είναι όμως, ο καιρός του φθινοπώρου στην Ελλάδα μας, πόσο μπορεί να αντέξει κανείς να κοιμάται κατάχαμα στο ψιλόβροχο του Οκτώβρη; «Λίγο ακόμη, κρατήσου!», ορμήνευε τον εαυτό του σαν τουρτούριζε τις νύχτες και έσφιγγε το παλιόπανο που τους είχαν δώσει για σκέπασμα. 

«Άκουσα ότι εκεί στην Κοκκινιά, κλέβουν τις πέτρες από τους τάφους.» 

«Εδώ να σαπίσω, δεν πάω.», ήταν ο Γιώργης, έμπορος μεγάλος και τρανός, είχε ολόκληρη την Ιζμίρ στα πόδια του.

«Για να ΄χες κι εσύ ένα δυο μωρά! Θα μου το ξανάλεγες;», συνέχισε πεισμωμένος ο άλλος. 

«Μωρέ, ξέρεις εγώ τι έχω;», και ο κουρελής κράδαινε την ανοιχτή παλάμη του με νόημα. 

«Τι είχες, Γιώργη! Τι είχες! Πάνε όλα πια.» 


Μάλλον ξύπνησαν το μωρό της Μέλπως με τις πνιγμένες στην οργή της αδικίας φωνές τους και κείνο, το ορφανό, σπάραξε στο κλάμα. Ήταν μέρες άρρωστο και η μάνα του, η Μέλπω, πάλευε σαν λέαινα από πάνω του. Η Μέλπω, που, εκτός από τα προικιά της και το παλιό αρχοντικό του πατέρα της, έχασε τον άντρα της και τον μεγάλο τους γιο, άρχισε να το κανακεύει και να του τραγουδά:  «Αναστενάζω δε μ' ακούς, μαργαριταρένια μου, κλαίω, δε με λυπάσαι, κλαίω, δε με λυπάσαι. Άιντε, καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα..»*. 

 

    Το ίδιο νανούρισμα του ΄λεγε κι αυτουνού η μάνα του. Έβγαλε τη διπλωμένη φωτογραφία της και την παρατηρούσε λυπημένος. Σα να ξέχασε που βρίσκεται, με το τραγούδι της Μέλπως ακόμα να ακούγεται, και άρχισε να μιλά στο χαρτί. 

«Α ρε μάνα! Τυχερή είσαι που δεν τα ΄ζησες. Μα, μήπως και από εκεί που είσαι δε σκίζεται η καρδιά σου;» 

 

    Το μωράκι είχε πια ησυχάσει και το νανούρισμα έσβησε. Ύψωσε το βλέμμα του προς τον Παρθενώνα, φούσκωσε το στήθος του και άφησε το μεγαλείο μιας άλλης εποχής να του γεμίσει τα πνευμόνια. Αν δεν είχε διαβάσει πως οι κίονες, αν γινόταν να τους προεκτείνει κανείς, ενώνονταν, θα ορκιζόταν πως ήταν ολόισιοι.

«Πάμε στο θέατρο στον Πειραιά; Θα ΄ναι ζεστά και μπορεί να προλάβουμε και μεις καμιά θεσούλα.», η φωνή του Γιώργη τον γύρισε απ’ τα μεγαλεία. 

«Εγώ πνίγομαι από τη βρώμα εδώ πέρα στο ύψωμα και θες να πάω να κλειστώ σε μια τρύπα με άλλους χίλιους ποντικούς; Ύστερα τι θα πω της Μαρίκας; Της έταξα πως θα την έχω κοντέσα για να την πάρω. Και είχα παράδες και έκανα, μα, τώρα τι; Πόσο να την αφήσω να κοιμάται μες τις λάσπες; Και τώρα έρχεται και ο χειμώνας. Πόσο ακόμη θα περιμένουμε το θαύμα;»

«Εγώ σου λέω περίμενε! Είναι θέμα ημερών άκουσα. Μη λερώσεις τα χέρια σου, ρε!»  

«Γιώργη, εγώ θα πάω. Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.» 

 

    Και ο Γιώργης κουνούσε το κεφάλι του, απογοητευμένος, που ένας καλός του φίλος θα γινόταν τυμβωρύχος απόψε. Μια στριγγλιά έκοψε τη συζήτησή τους. Μέχρι να γυρίσουν να δουν, η Μέλπω πέρασε από μπροστά τους ουρλιάζοντας! 

«Το μωρό! Χριστέ μου, το μωρό! Βοήθεια! Το μωρό!», κουνούσε το γαλανό βρέφος στα χέρια της και τους εκλιπαρούσε. Γύρω της μαζεύονταν κόσμος, κανείς δεν τολμούσε να πάρει το παιδί από τα χέρια της μάνας, που το έτεινε κράζοντας βοήθεια.

«Κόλλησε στο απολυμαντήριο, το ορφανό. Να τη βοηθήσουμε την κακομοίρα.», έκανε να πλησιάσει ο άλλος.

«Μη σιμώνεις, θα μας κολλήσει και μας και δεν ξαναγυρνάω εκεί ο κόσμος να χαλάσει! Καλύτερα με τους πεθαμένους! Θα ΄ρθω και γω μαζί σου απόψε.»

«Για λίγο θα ΄ναι, Γιώργη. Θα ιδείς. Μέχρι το καλοκαίρι θα πίνουμε ναργιλέδες στ΄ αρχοντικό σας.», έκανε να τον παρηγορήσει ο άλλος γιατί ήξερε ότι κάτι μέσα στον Γιώργη δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιο μετά το αποψινό, ούτε μέσα του θα ήταν.     

«Σύντομα, μάνα, άκουσες; Θα γυρίσουμε σπίτι μας, σύντομα, θα το ιδείς!», χάθηκε πάλι στις σκέψεις του, καθώς ξημέρωνε και ο ήλιος χτυπούσε το πεντελικό μάρμαρο να αστράψει.  


Τέλος.



*Παραδοσιακό νανούρισμα


Πρώτη δημοσίευση στο literature.gr

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Παρουσίαση στο δημοτικό σχολείο Σπηλίου



  Το φθινόπωρο του 2018, στο ορεινό Σπήλι, με περίμενε μια όμορφη έκπληξη. Πήγα για να παρουσιάσω το πρώτο μου παιδικό βιβλίο "Ο μικρούλης Μίκο και η λίμνη Μπλου" στα παιδιά του δημοτικού, αποδεχόμενη την πρόσκληση της διευθύντριάς τους. Είχα πολύ άγχος, αφού δεν γνώριζα κανέναν εκεί και σκεφτόμουν πως όλα θα πάνε ανάποδα. 
  Μετά από λίγο, οι δάσκαλοι των παιδιών με οδήγησαν σε μία αίθουσα ειδικά διαμορφωμένη για εκδηλώσεις. Μπήκα μέσα διστακτικά και ξαφνικά δεκάδες παιδιά την πλημμύρισαν με ένα ζεστό χειροκρότημα. Έμεινα εμβρόντητη από την υποδοχή τους και ένιωσα σαν να ήταν όλα μαθητάκια στην τάξη μου. Πάει το άγχος..
  Αφού διαβάσαμε αποσπάσματα, είδαμε βίντεο και συζητήσαμε για το βιβλίο μου και τη λογοτεχνία γενικότερα, τα παιδιά βγήκαν διάλειμμα. Κάποια όμως έμειναν, άφησα το μικρόφωνο στην άκρη και έκατσα σταυροπόδι στον κύκλο τους. Ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τη συγγραφή και τη διαδικασία έκδοσης. Έγραφαν και εκείνα και έψαχναν να ακούσουν αυτό το μαγικό "προχώρα" από το στόμα ενός άγνωστου.. 
  Τώρα πια θα είναι γυμνάσιο. Αναρωτιέμαι τι να κάνουν με τα γραψίματά τους.. "Παιδιά, προχωρήστε με θάρρος! Ο κόσμος σας ανήκει! Το μέλλον είστε εσείς και μπορείτε να το φτιάξετε όπως ονειρεύεστε!"           

Παρουσίαση στο νηπιαγωγείο Αγίας Γαλήνης



Το 2018, είχα τη χαρά να περάσω ένα ανοιξιάτικο πρωινό παρέα με τα νηπιαγωγάκια της Αγίας Γαλήνης. Καθίσαμε κυκλικά και τους διάβασα μερικά κεφάλαια από το πρώτο μου βιβλίο "Ο μικρούλης Μίκο και η λίμνη Μπλου". Έπειτα συζητήσαμε για την εξέλιξη της ιστορίας, μέσα από τα μάτια της φαντασίας τους. "..πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά.." 


Παρουσίαση στο δημοτικό σχολείο Αγίας Γαλήνης


  Το 2018, λίγο πριν χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι για το κλείσιμο του σχολείου, είχα τη χαρά να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο " Ο μικρούλης Μίκο και η λίμνη Μπλου" στα παιδιά. Διαβάσαμε παρέα απόσπασμα του βιβλίου, συζητήσαμε και είδαμε σχετικά βίντεο. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία.


Πέμπτη 30 Απριλίου 2020


Όταν υπάρχει μεράκι και αγάπη, προκύπτουν μικρά θαύματα.. Ακούστε μέρος από τον μικρούλη Μίκο και τη λίμνη Μπλου, μέσα από τη ζέστη και εκφραστική φωνή της κυρίας Καποπούλου. Συμμετέχει και ο Νίκος Παπανικολάου! Ευχαριστώ τις αγαπημένες εκδόσεις Κομνηνός για το υπέροχο βίντεο..
❤️🐸🗻