Η καρδιά του πρόσφυγα.
Ιερωνυμάκη Κλειώ
Ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στις σκηνές και πότε πότε μια δυσωδία έφτανε ως τη μύτη του. Από κάπου θα ΄χε λυθεί πάλι το σκοινί γιατί το πανί χτυπιόταν μανιασμένο στο στειλιάρι. Έμοιαζε με την τιμωρία ενός δασκάλου, που ξεσπά, λυσσασμένα, επάνω στου θρασύ μαθητή την παλάμη. Έτσι τον έτσουζε και αυτόν το κόψιμο ψηλά στον μηρό του, μα, αυτό της καρδιάς του ήταν βαθύτερο. Είχε τσακιστεί έτσι όπως έτρεχε να προλάβει το κάδρο της μακαρίτισσας της μάνας του, της κυρά Λένης.
Την είχε βάλει, όπως όπως, τελευταία στιγμή στο κάρο. Ίσα να 'χει τα χέρια του λεύτερα αν χρειαζόταν. Ποιος ήξερε τι θα χρειαζόταν, σάμπως τα 'χαν ξαναζήσει αυτά; «Όποιος δεν φύγει θα τον σφάξουν», ηχούσε η φράση από τα στόματα των ανθρώπων, σαν βούισμα μέλισσας, να προλάβει να ειδοποιηθεί όλο το μελίσσι. Μα, δεν πρόλαβε. Οι φωτιές κρύβαν το μπλε τ' ουρανού. Καπνοί μαύροι μέχρι απάνω. Κόσμος μιλιούνια, φωνές, πραμάτειες, μοιρολόγια, παιδιά. Τα άμοιρα.
Όλα τα ΄χε αποβάλει από τις σκέψεις του, ακόμα και τους σκοτωμένους. Γύρναγε το βλέμμα και έκανε πως δεν είδε, μα τα μάτια των παιδιών τον έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Σαν να άφησαν σφραγίδα στην ψυχή του και το στάμπο δεν γιατρεύεται. Όποτε κλείνει τα μάτια του, τα δικά τους είναι εκεί. Αυτά και η μάνα του καθώς έπεφτε από το κάρο του Μιχάλη του γείτονά του, όπως τρέκλιζε με τα παραχωμένα υπάρχοντα κάμποσων οικογενειών· μαζί και τα δικά του. «Μη βάζετε άλλα, ρε παιδιά, θα κόψει στα δυο ο άξονας», μουρμούριζε όλη την ώρα ο Μιχάλης, όμως η καρδιά του δεν το ΄κανε να αρνηθεί και όλο και το φόρτωναν, ώσπου, τελευταία πια, ανέβηκε και η μακαρίτισσα. Ήταν εκεί και τον κοιτούσε, καθώς ακολουθούσε το κάρο σιωπηλά μαζί με τους υπόλοιπους γείτονες. Σάμπως της κάνανε την επικήδειο ακολουθία δεύτερη φορά. Όμως αυτήν τη φορά, μαζί της θάβανε το βιος και τις ζωές τους. Μάλλον αυτά σκεφτόταν και ο έρμος ο Μιχάλης γιατί δεν είδε τη λακκούβα. Έπεσε κει μέσα το κάρο, τσακίστηκε ο τροχός και ξάφνου, η κυρά Λένη βρέθηκε να πετά στον αέρα ελεύθερη από τα πρόχειρα δεσμά της. Έτρεξε ο γιος να την προλάβει και σωριάστηκε πάνω σε μια στοίβα από σίδερα. Σε χίλια κομμάτια έσπασε το τζάμι της κορνίζας, σε δυο χιλιάδες αυτό της καρδιάς του σαν την είδε, για δεύτερη φορά στη ζωή του, να γίνεται ένα με το χώμα.
Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα, ο ήλιος απαλός σαν χάδι έλουζε με φως και δόξα το μάρμαρο. Αλίμονο, όταν μελετούσε να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στη σχολή Γεωπονικής και Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ιωνίας δεν φανταζόταν έτσι την πρώτη του επαφή με το μεγαλύτερο επίτευγμα των Ελλήνων. Μέρες τώρα το σκεφτόταν και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να ρουφήξει όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από αυτόν τον ιερό βράχο. Ποτέ ξανά δεν θα του δινόταν η ευκαιρία να τον θαυμάσει σε όλες τις εναλλαγές του φωτός. Η σύλληψη της έντασης των κιόνων και η χρήση της λάμψης του ηλίου για να εξυψωθεί τόσο ένας ναός, ώστε να φτάσει τα θεία, έμοιαζε με τέχνασμα αλχημιστών. Πόσο σπουδαίο αίμα κυλούσε στις φλέβες του! Αυτές ήταν οι σκέψεις του, σαν ξάπλωνε κατάχαμα και έπαιρνε κουράγιο.
Όσο ήπιος και να είναι όμως, ο καιρός του φθινοπώρου στην Ελλάδα μας, πόσο μπορεί να αντέξει κανείς να κοιμάται κατάχαμα στο ψιλόβροχο του Οκτώβρη; «Λίγο ακόμη, κρατήσου!», ορμήνευε τον εαυτό του σαν τουρτούριζε τις νύχτες και έσφιγγε το παλιόπανο που τους είχαν δώσει για σκέπασμα.
«Άκουσα ότι εκεί στην Κοκκινιά, κλέβουν τις πέτρες από τους τάφους.»
«Εδώ να σαπίσω, δεν πάω.», ήταν ο Γιώργης, έμπορος μεγάλος και τρανός, είχε ολόκληρη την Ιζμίρ στα πόδια του.
«Για να ΄χες κι εσύ ένα δυο μωρά! Θα μου το ξανάλεγες;», συνέχισε πεισμωμένος ο άλλος.
«Μωρέ, ξέρεις εγώ τι έχω;», και ο κουρελής κράδαινε την ανοιχτή παλάμη του με νόημα.
«Τι είχες, Γιώργη! Τι είχες! Πάνε όλα πια.»
Μάλλον ξύπνησαν το μωρό της Μέλπως με τις πνιγμένες στην οργή της αδικίας φωνές τους και κείνο, το ορφανό, σπάραξε στο κλάμα. Ήταν μέρες άρρωστο και η μάνα του, η Μέλπω, πάλευε σαν λέαινα από πάνω του. Η Μέλπω, που, εκτός από τα προικιά της και το παλιό αρχοντικό του πατέρα της, έχασε τον άντρα της και τον μεγάλο τους γιο, άρχισε να το κανακεύει και να του τραγουδά: «Αναστενάζω δε μ' ακούς, μαργαριταρένια μου, κλαίω, δε με λυπάσαι, κλαίω, δε με λυπάσαι. Άιντε, καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα..»*.
Το ίδιο νανούρισμα του ΄λεγε κι αυτουνού η μάνα του. Έβγαλε τη διπλωμένη φωτογραφία της και την παρατηρούσε λυπημένος. Σα να ξέχασε που βρίσκεται, με το τραγούδι της Μέλπως ακόμα να ακούγεται, και άρχισε να μιλά στο χαρτί.
«Α ρε μάνα! Τυχερή είσαι που δεν τα ΄ζησες. Μα, μήπως και από εκεί που είσαι δε σκίζεται η καρδιά σου;»
Το μωράκι είχε πια ησυχάσει και το νανούρισμα έσβησε. Ύψωσε το βλέμμα του προς τον Παρθενώνα, φούσκωσε το στήθος του και άφησε το μεγαλείο μιας άλλης εποχής να του γεμίσει τα πνευμόνια. Αν δεν είχε διαβάσει πως οι κίονες, αν γινόταν να τους προεκτείνει κανείς, ενώνονταν, θα ορκιζόταν πως ήταν ολόισιοι.
«Πάμε στο θέατρο στον Πειραιά; Θα ΄ναι ζεστά και μπορεί να προλάβουμε και μεις καμιά θεσούλα.», η φωνή του Γιώργη τον γύρισε απ’ τα μεγαλεία.
«Εγώ πνίγομαι από τη βρώμα εδώ πέρα στο ύψωμα και θες να πάω να κλειστώ σε μια τρύπα με άλλους χίλιους ποντικούς; Ύστερα τι θα πω της Μαρίκας; Της έταξα πως θα την έχω κοντέσα για να την πάρω. Και είχα παράδες και έκανα, μα, τώρα τι; Πόσο να την αφήσω να κοιμάται μες τις λάσπες; Και τώρα έρχεται και ο χειμώνας. Πόσο ακόμη θα περιμένουμε το θαύμα;»
«Εγώ σου λέω περίμενε! Είναι θέμα ημερών άκουσα. Μη λερώσεις τα χέρια σου, ρε!»
«Γιώργη, εγώ θα πάω. Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.»
Και ο Γιώργης κουνούσε το κεφάλι του, απογοητευμένος, που ένας καλός του φίλος θα γινόταν τυμβωρύχος απόψε. Μια στριγγλιά έκοψε τη συζήτησή τους. Μέχρι να γυρίσουν να δουν, η Μέλπω πέρασε από μπροστά τους ουρλιάζοντας!
«Το μωρό! Χριστέ μου, το μωρό! Βοήθεια! Το μωρό!», κουνούσε το γαλανό βρέφος στα χέρια της και τους εκλιπαρούσε. Γύρω της μαζεύονταν κόσμος, κανείς δεν τολμούσε να πάρει το παιδί από τα χέρια της μάνας, που το έτεινε κράζοντας βοήθεια.
«Κόλλησε στο απολυμαντήριο, το ορφανό. Να τη βοηθήσουμε την κακομοίρα.», έκανε να πλησιάσει ο άλλος.
«Μη σιμώνεις, θα μας κολλήσει και μας και δεν ξαναγυρνάω εκεί ο κόσμος να χαλάσει! Καλύτερα με τους πεθαμένους! Θα ΄ρθω και γω μαζί σου απόψε.»
«Για λίγο θα ΄ναι, Γιώργη. Θα ιδείς. Μέχρι το καλοκαίρι θα πίνουμε ναργιλέδες στ΄ αρχοντικό σας.», έκανε να τον παρηγορήσει ο άλλος γιατί ήξερε ότι κάτι μέσα στον Γιώργη δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιο μετά το αποψινό, ούτε μέσα του θα ήταν.
«Σύντομα, μάνα, άκουσες; Θα γυρίσουμε σπίτι μας, σύντομα, θα το ιδείς!», χάθηκε πάλι στις σκέψεις του, καθώς ξημέρωνε και ο ήλιος χτυπούσε το πεντελικό μάρμαρο να αστράψει.
Τέλος.
*Παραδοσιακό νανούρισμα