Η άσεμνη φύση αυτού του κόσμου.
Ιερωνυμάκη Κλειώ
Νεκρά τα πέταλα
που είν’ μπλεγμένα στα μαλλιά σου
αντανακλούν με λύσσα
τη βουή του φθινοπώρου.
Τι ’ταν αυτό που τα ’ριξε απ’ τα κλαδιά σου;
Η δίνη του αέρα ή το χέρι του διαβόλου;
Ακούω τραγούδι μα ακούγεται σαν κούφιο
μπλέκεται με το θρόισμα των φύλλων στον βοριά
κάθε που κοιτάω το Θεό, σιωπώ πικρά
ανίκανος να μαρτυρήσω την ανημποριά
τώρα μιλώ μα ποτέ δεν θ’ ακουστεί χροιά
σαν βότσαλο καρφώνεται βαθιά μες στην καρδιά.
Το αγιόκλημα αφημένο στο χορτάρι
σκορπά ευωδία σαν σπαράζει η ψυχή
ποιος ξέρει άραγε τι αναζητούσε
ή δεν είχει καν τις ρίζες του εκεί;
Οι στάλες της βροχής ουρλιάζουν τραγωδία.
Βρέξε, δεν έχει παράδεισο στη γη.
Άσεμνη η φύση αυτού του κόσμου
συγχώρα τον τον άδολο
πρέπει κάπως να τραφεί
ό,τι περισσεύει λίγο πάνω από το χώμα
αθώα, ο φτωχός, προς βρώσιν θα το δει.
Κρύψου, λοιπόν, με τα πουλιά όσο είν’ ώρα.
Τα παιδιά γυμνά ματώνουν τους τοίχους,
για χρώμα έχουν φωτιά,
για λάθος τη φοβέρα,
σαν μνημόσυνο μου φάνηκε η μέρα
όταν ξημέρωσε και ήταν Κυριακή.
Μαύρα σημάδια πάνω σε τοίχο
σκαμμένα θαρρείς με σουγιά
ακόμα στάζει μέχρι κάτω αίμα
αν παρατηρήσεις βγαίνει απ’ τη ματιά.
Γιάνε τα μάτια και προσευχή σου
το λευκό περιστέρι είναι κει ψηλά.
Γυρνά σκυμμένος ο καιρός να μας κολάσει
η χειμωνιά νικάει όσα οι θύμησες κρατήσαν.
Καλπάζει ο βοριάς γερά κλαδιά για να ξεσκίσει
τα φύλλα που μάταια χορεύαν και σαπίσαν.
Μα η μελωδία μέσα μας ποτέ δεν θα σιγήσει…
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Λογοτεχνική δημιουργία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου